βαρυηκοΐα
Смотреть что такое "βαρυηκοΐα" в других словарях:
βαρυηκοία — βαρυηκοίᾱ , βαρυηκοία hardness of hearing fem nom/voc/acc dual βαρυηκοίᾱ , βαρυηκοία hardness of hearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυηκοίᾳ — βαρυηκοίᾱͅ , βαρυηκοία hardness of hearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυηκοΐα — η (Α), βλ. βαρηκοΐα … Dictionary of Greek
βαρυηκοίας — βαρυηκοίᾱς , βαρυηκοία hardness of hearing fem acc pl βαρυηκοίᾱς , βαρυηκοία hardness of hearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυηκοίαι — βαρυηκοίᾱͅ , βαρυηκοία hardness of hearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυηκοίαν — βαρυηκοίᾱν , βαρυηκοία hardness of hearing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυηκοίαις — βαρυηκοία hardness of hearing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] … Dictionary of Greek